- μαγγανιούχος
- ος, ο[ν] марганцевый, содержащий марганец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μαγγανιούχος — ο, θηλ. και α αυτός που περιέχει μαγγάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαγγάνιο + οῦχος (< ἔχω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek